Laaja kreikaksi

Käännös: laaja, Sanakirja: suomi » kreikka

Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
φαρδύς, απέραντος, άφθονος, τεράστιος, μεγάλος, πλατύς, πλήρης, ευρύχωρος, εκτεταμένος, πελώριος, ευρύς, διεξοδικός, περιεκτικός, αρκετός, εκτενής, εκτεταμένη, εκτεταμένες, εκτενή, εκτεταμένο
Laaja kreikaksi
Liittyvät sanat
Muut kielet

Liittyvät sanat: laaja

kotivakuutus, laaja englanniksi, laaja kasko, laaja kotivakuutus, laaja kotivakuutus hinta, laaja kielisanakirja kreikka, laaja kreikaksi

Käännökset

  • laahaaminen kreikaksi - σύροντας, σέρνοντας, σύρσιμο, μεταφορά, σύροντάς
  • laahata kreikaksi - στουπί, ρυμουλκώ, έλξη, σύρετε, drag, οπισθέλκουσας, αντίσταση
  • laajalti kreikaksi - εκτεταμένα, ευρέως, ευρύτερα, πολύ, ευρεία, μεγάλο βαθμό
  • laajasanainen kreikaksi - ευρείας, ευρύ, ευρεία, ευρέος, ευρέως
Satunnaisia sanoja
Laaja kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: φαρδύς, απέραντος, άφθονος, τεράστιος, μεγάλος, πλατύς, πλήρης, ευρύχωρος, εκτεταμένος, πελώριος, ευρύς, διεξοδικός, περιεκτικός, αρκετός, εκτενής, εκτεταμένη, εκτεταμένες, εκτενή, εκτεταμένο