Laantua kreikaksi
Käännös: laantua, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
λάσκος, παύω, αργοκίνητος, χαλαρός, εγκαθίσταμαι, κοπάζω, κανονίζω, υποχωρώ, μειώνω, μπόσικος, υποχωρούν, υποχωρήσουν, υποχωρήσει, υποχωρεί, να υποχωρήσουν
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: laantua
laantua englanniksi, laantua merkitys, laantua ratkojat, laantua sanaristikko, laantua suomeksi, laantua kielisanakirja kreikka, laantua kreikaksi
Käännökset
- laakso kreikaksi - κόλπος, χαράδρα, λαγκάδα, κοιλάδα, Valley, κοιλάδας, κοιλάδα του, ...
- laannuttaa kreikaksi - απέχω, επωδός, αποκρύπτω, καταπνίγω, τιθασεύω, αναχαιτίζω, καταστέλλω
- laari kreikaksi - κάδος, bin, Μπιν, κάδο, δοχείο
- laasti kreikaksi - γύψος, λευκοπλάστης, γουδί, κονίαμα, κονιάματος, το κονίαμα, κονιάματα
Satunnaisia sanoja
Laantua kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: λάσκος, παύω, αργοκίνητος, χαλαρός, εγκαθίσταμαι, κοπάζω, κανονίζω, υποχωρώ, μειώνω, μπόσικος, υποχωρούν, υποχωρήσουν, υποχωρήσει, υποχωρεί, να υποχωρήσουν
Käännökset: λάσκος, παύω, αργοκίνητος, χαλαρός, εγκαθίσταμαι, κοπάζω, κανονίζω, υποχωρώ, μειώνω, μπόσικος, υποχωρούν, υποχωρήσουν, υποχωρήσει, υποχωρεί, να υποχωρήσουν