Laimentaa kreikaksi
Käännös: laimentaa, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
μειώνω, αποδυναμώνω, αραιώνω, αραιός, προστυχαίνω, αποδυναμώνομαι, υγρός, νωπός, λιγνός, νοθεύω, περιορίζω, ελαττώνω, αλλοιώνω, ψιλός, αραιώστε, αραίωση, αραιό, αραιά, αραιώνετε
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: laimentaa
laajentaa englanniksi, laimentaa englanniksi, laimentaa merkitys, laimentaa på svenska, laimentaa ratkojat, laimentaa kielisanakirja kreikka, laimentaa kreikaksi
Käännökset
- laillisuus kreikaksi - κύρος, ισχύς, νομιμότητα, νομιμότητας, τη νομιμότητα, της νομιμότητας, νομιμότητά
- laimea kreikaksi - βαρετός, βουρκωμένος, λιγνός, άνοστος, ασθενικός, ανίσχυρος, υγρός, ...
- laimeus kreikaksi - ελάττωμα, απαλότητα, απαλότητας, μαλακότητα, μαλακότητας, την απαλότητα
- laiminlyödä kreikaksi - απουσία, παραλείπω, αμέλεια, παραγνωρίζω, αμελώ, παραβλέπω, αθέτηση, ...
Satunnaisia sanoja
Laimentaa kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: μειώνω, αποδυναμώνω, αραιώνω, αραιός, προστυχαίνω, αποδυναμώνομαι, υγρός, νωπός, λιγνός, νοθεύω, περιορίζω, ελαττώνω, αλλοιώνω, ψιλός, αραιώστε, αραίωση, αραιό, αραιά, αραιώνετε
Käännökset: μειώνω, αποδυναμώνω, αραιώνω, αραιός, προστυχαίνω, αποδυναμώνομαι, υγρός, νωπός, λιγνός, νοθεύω, περιορίζω, ελαττώνω, αλλοιώνω, ψιλός, αραιώστε, αραίωση, αραιό, αραιά, αραιώνετε