Lakkauttaa kreikaksi
Käännös: lakkauttaa, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ολοκληρώνω, συμπεραίνω, ολόκληρος, συμπεραίνομαι, καταλήγω, καταργώ, τελειώνω, περατώνω, εκκαθάριση, περάτωση, ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ, συνεχεία, περατωθεί
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: lakkauttaa
lakkauttaa englanniksi, lakkauttaa merkitys, lakkauttaa ruotsiksi, lakkauttaa sanakirja, lakkauttaa sanaristikko, lakkauttaa kielisanakirja kreikka, lakkauttaa kreikaksi
Käännökset
- lakitupa kreikaksi - δικαστήριο, ερωτοτροπώ, αυλή, αίθουσα του δικαστηρίου, δικαστική αίθουσα, αίθουσα, αίθουσα δικαστηρίου
- lakka kreikaksi - βερνικώνω, ντοπάρω, βάφω, βερνίκι, λάκα, βερνικιού, λάκας, ...
- lakkautus kreikaksi - κατάλυση, κατάργηση, κλείσιμο, κλεισίματος, το κλείσιμο, πώμα, πώματος
- lakki kreikaksi - σκούφος, θήκη, τραγιάσκα, καπάκι, κάλυμμα, πώμα, ΚΓΠ, ...
Satunnaisia sanoja
Lakkauttaa kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ολοκληρώνω, συμπεραίνω, ολόκληρος, συμπεραίνομαι, καταλήγω, καταργώ, τελειώνω, περατώνω, εκκαθάριση, περάτωση, ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ, συνεχεία, περατωθεί
Käännökset: ολοκληρώνω, συμπεραίνω, ολόκληρος, συμπεραίνομαι, καταλήγω, καταργώ, τελειώνω, περατώνω, εκκαθάριση, περάτωση, ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ, συνεχεία, περατωθεί