Laskelmoiva kreikaksi

Käännös: laskelmoiva, Sanakirja: suomi » kreikka

Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
καπάτσος, εύθραυστος, τετραπέρατος, έξυπνος, πανέξυπνος, υπολογισμό, τον υπολογισμό, υπολογισμού, υπολογισμό των, υπολογισμού των
Laskelmoiva kreikaksi
Liittyvät sanat
Muut kielet

Liittyvät sanat: laskelmoiva

laskelmoiva englanniksi, laskelmoiva ihminen, laskelmoiva merkitys, laskelmoiva mies, laskelmoiva nainen, laskelmoiva kielisanakirja kreikka, laskelmoiva kreikaksi

Käännökset

  • laskelma kreikaksi - υπολογισμό, υπολογισμός, υπολογισμού, τον υπολογισμό, υπολογισμού που
  • laskelmoitu kreikaksi - εσκεμμένος, μια υπολογισμένη, μια υπολογιζόμενη, ένα υπολογισμένο, υπολογισμένη, μία υπολογιζόμενη
  • laskeminen kreikaksi - αξιολόγηση, υπολογισμό, υπολογισμός, υπολογισμού, τον υπολογισμό, υπολογισμού που
  • laskenta kreikaksi - αξιολόγηση, λογισμός, επεξεργασία, υπολογισμό, υπολογισμός, υπολογισμού, τον υπολογισμό, ...
Satunnaisia sanoja
Laskelmoiva kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: καπάτσος, εύθραυστος, τετραπέρατος, έξυπνος, πανέξυπνος, υπολογισμό, τον υπολογισμό, υπολογισμού, υπολογισμό των, υπολογισμού των