Lieve kreikaksi
Käännös: lieve, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ούγια, μεθόριος, ρεβέρ, ρέλι, φούστα, χείλος, σύνορο, πέτο, περιστόμιο, άκρη, πτερύγιο, πτερυγίου, καπάκι, πτερυγίων, φτερού
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: lieve
lieve belgisch restaurant, lieve de backere, lieve englanniksi, lieve groeten, lieve grusse, lieve kielisanakirja kreikka, lieve kreikaksi
Käännökset
- liettyä kreikaksi - πρόσχωμα, φράσσω με λάσπη, αποφράζουν
- liettää kreikaksi - πρόσχωμα, πολτοποιήθηκε, πολτοποιήθηκαν, ιλύ, πολτοποιείται, πολτοποιούνται
- lievennys kreikaksi - ελάττωση, ανάγλυφος, αρωγή, χασμωδία, ανάπαυλα, μείωση, ανακούφιση, ...
- lieventää kreikaksi - αναστολή, κολάζω, φρονηματίζω, τιμωρώ, μετριασμό, άμβλυνση, μετριάσουν, ...
Satunnaisia sanoja
Lieve kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ούγια, μεθόριος, ρεβέρ, ρέλι, φούστα, χείλος, σύνορο, πέτο, περιστόμιο, άκρη, πτερύγιο, πτερυγίου, καπάκι, πτερυγίων, φτερού
Käännökset: ούγια, μεθόριος, ρεβέρ, ρέλι, φούστα, χείλος, σύνορο, πέτο, περιστόμιο, άκρη, πτερύγιο, πτερυγίου, καπάκι, πτερυγίων, φτερού