Lihava kreikaksi
Käännös: lihava, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
εύσωμος, παχουλός, γερός, θαρραλέος, σαρκώδης, γόνιμος, παχύσαρκος, τροφαντός, εύσαρκος, λίπος, λίπους, λιπαρά, λιπαρές ουσίες, το λίπος
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: lihava
lihava blogi, lihava englanniksi, lihava ihminen, lihava kissa, lihava lapsi, lihava kielisanakirja kreikka, lihava kreikaksi
Käännökset
- lihaskudos kreikaksi - μυϊκό ιστό, μυϊκού ιστού, μυϊκός ιστός, του μυϊκού ιστού, το μυϊκό ιστό
- lihasvoima kreikaksi - μυς, σθένος, μυϊκή, μυϊκής, μυϊκό, μυώδης, μυϊκούς
- lihottaa kreikaksi - χοντρός, χόνδρος, λίπος, παχαίνω, παχύνουν, παχαίνουν, την πάχυνση, ...
- liiaksi kreikaksi - επίσης, πάρα πολύ, πολύ, υπερβολική, πάρα πολλά, υπερβολικά
Satunnaisia sanoja
Lihava kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: εύσωμος, παχουλός, γερός, θαρραλέος, σαρκώδης, γόνιμος, παχύσαρκος, τροφαντός, εύσαρκος, λίπος, λίπους, λιπαρά, λιπαρές ουσίες, το λίπος
Käännökset: εύσωμος, παχουλός, γερός, θαρραλέος, σαρκώδης, γόνιμος, παχύσαρκος, τροφαντός, εύσαρκος, λίπος, λίπους, λιπαρά, λιπαρές ουσίες, το λίπος