Liika kreikaksi
Käännös: liika, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
πολυδάπανος, πλεόνασμα, απλοχέρης, περιττός, υπερβολικός, περίσσευμα, υπέρβαση, υπερβολή, περίσσεια, περίσσειας, υπερβαίνουν
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: liika
liika d-vitamiini, liika englanniksi, liika merkitys, liika nukkuminen, liika proteiini, liika kielisanakirja kreikka, liika kreikaksi
Käännökset
- liihotella kreikaksi - ξεπετάγομαι, βέλος, πετώ, μύγα, ύψη, ανεβαίνουν, πετάξει στα ύψη, ...
- liihottaa kreikaksi - ξεπετάγομαι, βέλος, φτερουγίζω, επικρέμαμαι, περιίπταμαι, Πηγαίντε, Hover
- liikarasitus kreikaksi - υπερφορτώνω, υπερκόπωση, υπερβολικού φόρτου εργασίας, την υπερκόπωση, υπερβολική εργασία, η υπερκόπωση
- liikasanainen kreikaksi - υπεράριθμος, πλεονάζων, κατάχρηση, υπερβολική χρήση, από κατάχρηση, υπερβολική, κατάχρησης
Satunnaisia sanoja
Liika kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: πολυδάπανος, πλεόνασμα, απλοχέρης, περιττός, υπερβολικός, περίσσευμα, υπέρβαση, υπερβολή, περίσσεια, περίσσειας, υπερβαίνουν
Käännökset: πολυδάπανος, πλεόνασμα, απλοχέρης, περιττός, υπερβολικός, περίσσευμα, υπέρβαση, υπερβολή, περίσσεια, περίσσειας, υπερβαίνουν