Liikarasitus kreikaksi
Käännös: liikarasitus, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
υπερφορτώνω, υπερκόπωση, υπερβολικού φόρτου εργασίας, την υπερκόπωση, υπερβολική εργασία, η υπερκόπωση
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: liikarasitus
elimistön liikarasitus, jalkojen liikarasitus, koiran liikarasitus, lihaksen liikarasitus, liikarasitus englanniksi, liikarasitus kielisanakirja kreikka, liikarasitus kreikaksi
Käännökset
- liihottaa kreikaksi - ξεπετάγομαι, βέλος, φτερουγίζω, επικρέμαμαι, περιίπταμαι, Πηγαίντε, Hover
- liika kreikaksi - πολυδάπανος, πλεόνασμα, απλοχέρης, περιττός, υπερβολικός, περίσσευμα, υπέρβαση, ...
- liikasanainen kreikaksi - υπεράριθμος, πλεονάζων, κατάχρηση, υπερβολική χρήση, από κατάχρηση, υπερβολική, κατάχρησης
- liikauttaa kreikaksi - ταραχή, ανάδευσης, αναδεύσεως, ανακατεύετε, ανακατεύουμε
Satunnaisia sanoja
Liikarasitus kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: υπερφορτώνω, υπερκόπωση, υπερβολικού φόρτου εργασίας, την υπερκόπωση, υπερβολική εργασία, η υπερκόπωση
Käännökset: υπερφορτώνω, υπερκόπωση, υπερβολικού φόρτου εργασίας, την υπερκόπωση, υπερβολική εργασία, η υπερκόπωση