Liittymä kreikaksi
Käännös: liittymä, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
γόμφος, σωματειακός, συμμαχία, κοψίδι, συνασπισμός, άρθρωση, συνδρομή, διατομή, ένωση, κοινός, διεπαφή, διασύνδεσης, διεπαφής, interface, διασύνδεση
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: liittymä
3g liittymä, 4g liittymä, dna liittymä, elisa liittymä, ipad liittymä, liittymä kielisanakirja kreikka, liittymä kreikaksi
Käännökset
- liittovaltion kreikaksi - ομοσπονδιακός, Ομοσπονδιακή, Ομοσπονδιακής, Ομοσπονδιακό, ομοσπονδιακού
- liittyminen kreikaksi - εγγραφή, είσοδος, καταχώριση, έναρξη, εισόδου
- liittymäkohta kreikaksi - κρίκος, ραφή, συνδέω, διασταύρωση, το σημείο πρόσβασης, του σημείου πρόσβασης, το access point, ...
- liittyvä kreikaksi - συγγενικός, συναφής, συναφή, συναφείς, σχετικών, σχετικές, συναφών
Satunnaisia sanoja
Liittymä kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: γόμφος, σωματειακός, συμμαχία, κοψίδι, συνασπισμός, άρθρωση, συνδρομή, διατομή, ένωση, κοινός, διεπαφή, διασύνδεσης, διεπαφής, interface, διασύνδεση
Käännökset: γόμφος, σωματειακός, συμμαχία, κοψίδι, συνασπισμός, άρθρωση, συνδρομή, διατομή, ένωση, κοινός, διεπαφή, διασύνδεσης, διεπαφής, interface, διασύνδεση