Lisäke kreikaksi
Käännös: lisäke, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
διαδικασία, κατεργάζομαι, επεξεργάζομαι, προσάρτημα, εξάρτημα, προσαρτήματος, απόφυση, προσάρτηση
Muut kielet
Liittyvät sanat: lisäke
lisuke kanalle, lisuke lihalle, lisäke englanniksi, lisäke kalalle, lisäke lampaalle, lisäke kielisanakirja kreikka, lisäke kreikaksi
Käännökset
- lisähankaluus kreikaksi - περιπλοκή, μπέρδεμα, επιπλοκή
- lisäkasvu kreikaksi - επικάθηση, προσαύξησης, πρόσφυση, συσσώρευσης, πρόσφυσης
- lisäksi kreikaksi - παρομοίως, επιπλέον, άλλωστε, επίσης, και, εκτός από, επιπροσθέτως, ...
- lisälehti kreikaksi - συμπληρώνω, συμπλήρωμα, εισάγετε, τοποθετήστε, εισαγάγετε, εισαγωγή, τοποθετήσετε
Satunnaisia sanoja
Lisäke kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: διαδικασία, κατεργάζομαι, επεξεργάζομαι, προσάρτημα, εξάρτημα, προσαρτήματος, απόφυση, προσάρτηση
Käännökset: διαδικασία, κατεργάζομαι, επεξεργάζομαι, προσάρτημα, εξάρτημα, προσαρτήματος, απόφυση, προσάρτηση