Lovi kreikaksi
Käännös: lovi, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
χάσμα, αυλάκι, βαθουλώνω, εντομή, αυλακώνω, σχισμή, τσεκουριά, τρύπα, στραπατσάρισμα, κόβω, κενό, εγκοπή, τεμαχίζω, βαθούλωμα, εγκοπής, notch, εγκοπών
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: lovi
lovi englanniksi, lovi hiuksissa, lovi ja laikku, lovi kulmakarvoissa, lovi leuassa, lovi kielisanakirja kreikka, lovi kreikaksi
Käännökset
- lounas kreikaksi - μεσημεριανό, μεσημεριανό γεύμα, γεύμα, το μεσημεριανό γεύμα, το γεύμα
- lounastaa kreikaksi - μεσημεριανό, έχουν το γεύμα, να έχουν το γεύμα, να γευματίσετε, να γευματίσει, να γευματίσουν
- luennoitsija kreikaksi - αναγνώστης, υφηγητής, λέκτορας, καθηγητής, διδάσκοντος, ομιλητής, Λέκτορα
- luento kreikaksi - διάλεξη, μιλώ, ομιλία, νουθετώ, διάλεξης, διαλέξεων, διδασκαλίας
Satunnaisia sanoja
Lovi kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: χάσμα, αυλάκι, βαθουλώνω, εντομή, αυλακώνω, σχισμή, τσεκουριά, τρύπα, στραπατσάρισμα, κόβω, κενό, εγκοπή, τεμαχίζω, βαθούλωμα, εγκοπής, notch, εγκοπών
Käännökset: χάσμα, αυλάκι, βαθουλώνω, εντομή, αυλακώνω, σχισμή, τσεκουριά, τρύπα, στραπατσάρισμα, κόβω, κενό, εγκοπή, τεμαχίζω, βαθούλωμα, εγκοπής, notch, εγκοπών