Lukea kreikaksi
Käännös: lukea, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
διαβάζω, εγγράφομαι, μελέτη, σπουδάζω, σπουδές, γραφείο, καταχωρώ, ανάγνωση, διαβάσετε, διαβάσει, διαβάστε
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: lukea
lukea englanniksi, lukea englanniksi taivutus, lukea merkitys, lukea ranskaksi, lukea read imperfekti, lukea kielisanakirja kreikka, lukea kreikaksi
Käännökset
- lukaali kreikaksi - μέγαρο, αίθουσα, Assembly Hall, Αίθουσα Συνελεύσεων
- lukaista kreikaksi - αγναντεύω, σαρώνω, ερευνώ, ξαφρίζω, αποβουτυρωμένο, αποβουτυρωμένου, άπαχο, ...
- lukema kreikaksi - εκτίμηση, διάβασμα, ανάγνωση, ανάγνωσης, την ανάγνωση, αναγνώσεως
- lukematon kreikaksi - άπειρος, αμέτρητα, αμέτρητες, αμέτρητους, αναρίθμητες, αμέτρητων
Satunnaisia sanoja
Lukea kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: διαβάζω, εγγράφομαι, μελέτη, σπουδάζω, σπουδές, γραφείο, καταχωρώ, ανάγνωση, διαβάσετε, διαβάσει, διαβάστε
Käännökset: διαβάζω, εγγράφομαι, μελέτη, σπουδάζω, σπουδές, γραφείο, καταχωρώ, ανάγνωση, διαβάσετε, διαβάσει, διαβάστε