Luuvalo kreikaksi
Käännös: luuvalo, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ποδάγρα, αρθρίτιδα, ουρική αρθρίτιδα, ουρικής αρθρίτιδας, της ουρικής αρθρίτιδας
Muut kielet
Liittyvät sanat: luuvalo
flickr luuvalo, luuvalo englanniksi, luuvalo lehti, luuvalo luun särky, luuvalo merkitys, luuvalo kielisanakirja kreikka, luuvalo kreikaksi
Käännökset
- luutnantti kreikaksi - υπολοχαγός, υπολοχαγό, υπολοχαγού, ανθυπολοχαγός, υπολοχαγών
- luuttu kreikaksi - λαούτο, λαούτου, λαγούτο, το λαούτο, λαγούτου
- luvata kreikaksi - διαβεβαιώνω, επικυρώνω, εχέγγυο, υπόσχεση, υπόσχομαι, βεβαιώνω, υπόσχεσή, ...
- luvaton kreikaksi - φυγάς, μη εξουσιοδοτημένη, μη εξουσιοδοτημένης, άνευ αδείας, μη εξουσιοδοτημένα, μη εξουσιοδοτημένων
Satunnaisia sanoja
Luuvalo kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ποδάγρα, αρθρίτιδα, ουρική αρθρίτιδα, ουρικής αρθρίτιδας, της ουρικής αρθρίτιδας
Käännökset: ποδάγρα, αρθρίτιδα, ουρική αρθρίτιδα, ουρικής αρθρίτιδας, της ουρικής αρθρίτιδας