Luvata kreikaksi
Käännös: luvata, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
διαβεβαιώνω, επικυρώνω, εχέγγυο, υπόσχεση, υπόσχομαι, βεβαιώνω, υπόσχεσή, την υπόσχεση, υπόσχεσης, την υπόσχεσή
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: luvata
kuvata synonyymi, luvata englanniksi, luvata espoo, luvata international, luvata kesätyö, luvata kielisanakirja kreikka, luvata kreikaksi
Käännökset
- luuttu kreikaksi - λαούτο, λαούτου, λαγούτο, το λαούτο, λαγούτου
- luuvalo kreikaksi - ποδάγρα, αρθρίτιδα, ουρική αρθρίτιδα, ουρικής αρθρίτιδας, της ουρικής αρθρίτιδας
- luvaton kreikaksi - φυγάς, μη εξουσιοδοτημένη, μη εξουσιοδοτημένης, άνευ αδείας, μη εξουσιοδοτημένα, μη εξουσιοδοτημένων
- lyhennelmä kreikaksi - σύντμηση, χωνεύω, κάψουλα, συμπύκνωση, σύνοψη, επιτομή, περικοπή, ...
Satunnaisia sanoja
Luvata kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: διαβεβαιώνω, επικυρώνω, εχέγγυο, υπόσχεση, υπόσχομαι, βεβαιώνω, υπόσχεσή, την υπόσχεση, υπόσχεσης, την υπόσχεσή
Käännökset: διαβεβαιώνω, επικυρώνω, εχέγγυο, υπόσχεση, υπόσχομαι, βεβαιώνω, υπόσχεσή, την υπόσχεση, υπόσχεσης, την υπόσχεσή