Maa kreikaksi

Käännös: maa, Sanakirja: suomi » kreikka

Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
περιουσία, προσγειώνω, προσγειώνομαι, προσαράσσω, έδαφος, εξοχή, κράτος, γη, κρατίδιο, πατρίδα, χώμα, έθνος, χώρα, χώρας, χωρών, τη χώρα, χώρες
Maa kreikaksi
Liittyvät sanat
Muut kielet

Liittyvät sanat: maa

hobitti, joulupukin maa, luvattu maa, maa 2, maa aikojen alussa, maa kielisanakirja kreikka, maa kreikaksi

Käännökset

  • löytää kreikaksi - ανεύρεση, κατορθώνω, επιτυγχάνω, εύρημα, χτυπώ, βρίσκω, απεργία, ...
  • löytö kreikaksi - ανακάλυψη, εύρημα, ανεύρεση, βρίσκω, ανακάλυψης, την ανακάλυψη, ανακάλυψή, ...
  • maa-aines kreikaksi - μαγαρίζω, έδαφος, χώμα, εδάφους, του εδάφους, το έδαφος
  • maa-alue kreikaksi - τόπος, αρμοδιότητα, έδαφος, κυριαρχία, επαρχία, έκταση, έκταση γης, ...
Satunnaisia sanoja
Maa kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: περιουσία, προσγειώνω, προσγειώνομαι, προσαράσσω, έδαφος, εξοχή, κράτος, γη, κρατίδιο, πατρίδα, χώμα, έθνος, χώρα, χώρας, χωρών, τη χώρα, χώρες