Nöyrä kreikaksi
Käännös: nöyrä, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
πειθήνιος, υπάκουος, άτολμος, ταπεινός, ταπεινώς, ταπεινούς, lowly, ασήμαντο
Muut kielet
Liittyvät sanat: nöyrä
nöyrä englanniksi, nöyrä ihminen, nöyrä kiitos, nöyrä merkitys, nöyrä på svenska, nöyrä kielisanakirja kreikka, nöyrä kreikaksi
Käännökset
- nöyryyttää kreikaksi - πικρία, υποβαθμίζω, ξεφτιλίζω, καθαιρώ, εκφαυλίζω, εξευτελίζω, ταπεινώνω, ...
- nöyryytys kreikaksi - εξευτελισμός, ταπείνωση, διασυρμός, ταπείνωσης, εξευτελισμό, την ταπείνωση, ταπεινώσεις
- objektiivinen kreikaksi - αντικειμενικός, σκοπός, στόχος, στόχου, αντικειμενικά
- objektiivisuus kreikaksi - αντικειμενικότητα, αντικειμενικότητας, της αντικειμενικότητας, την αντικειμενικότητα, αντικειμενικότητά
Satunnaisia sanoja
Nöyrä kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: πειθήνιος, υπάκουος, άτολμος, ταπεινός, ταπεινώς, ταπεινούς, lowly, ασήμαντο
Käännökset: πειθήνιος, υπάκουος, άτολμος, ταπεινός, ταπεινώς, ταπεινούς, lowly, ασήμαντο