Noja kreikaksi
Käännös: noja, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
βοήθεια, υποστήριγμα, συμπαράσταση, ξεκουράζομαι, ησυχασμός, στήριγμα, στυλοβάτης, υπόλοιπος, υπόλοιπο, ανάπαυση, υπόλοιπη, ανάπαυσης, υπόλοιπα
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: noja
noja cantabria, noja englanniksi, noja merkitys, noja mobile, noja power, noja kielisanakirja kreikka, noja kreikaksi
Käännökset
- noitua kreikaksi - συλλαβίζω, γοητεύω, σαγηνεύω, όρκος, διάστημα, καταριέμαι, μεταφορά, ...
- noituus kreikaksi - μαγικός, μαγεία, μαγείας, witchcraft, τη μαγεία, η μαγεία
- nojatuoli kreikaksi - πολυθρόνα, καθίσματα, πολυθρόνας, καρέκλα, πολυθρόνες
- noki kreikaksi - γάνα, καπνιά, αιθάλη, αιθάλης, της αιθάλης, την αιθάλη
Satunnaisia sanoja
Noja kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: βοήθεια, υποστήριγμα, συμπαράσταση, ξεκουράζομαι, ησυχασμός, στήριγμα, στυλοβάτης, υπόλοιπος, υπόλοιπο, ανάπαυση, υπόλοιπη, ανάπαυσης, υπόλοιπα
Käännökset: βοήθεια, υποστήριγμα, συμπαράσταση, ξεκουράζομαι, ησυχασμός, στήριγμα, στυλοβάτης, υπόλοιπος, υπόλοιπο, ανάπαυση, υπόλοιπη, ανάπαυσης, υπόλοιπα