Nokkava kreikaksi
Käännös: nokkava, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
δεσποτικός, ματαιόδοξος, εγωκεντρικός, αγενής, ξιπασμένος, καμαρωτός, μάταιος, αλαζονικός, αυταρχικός, περήφανος, επιτακτικός, επιτηδευμένος, αυθάδης, ασεβής, θράσος, αναιδές, αναιδής
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: nokkava
noita nokkava, nokkava englanniksi, nokkava merkitys, nokkava ruotsiksi, nokkava sanaristikko, nokkava kielisanakirja kreikka, nokkava kreikaksi
Käännökset
- nokka kreikaksi - νομοσχέδιο, ράμφος, λογαριασμός, μύτη, μύτης, τη μύτη, της μύτης, ...
- nokkahuilu kreikaksi - εγγραφής, συσκευή εγγραφής, recorder, καταγραφέα, συσκευής εγγραφής
- nokkia kreikaksi - ράμφος, ραμφίζω, συλλέγω, μαζεύω, κασμάς, τσιμπώ, κτυπώ με το ράμφος, ...
- nokkonen kreikaksi - τσουκνίδα, τσουκνίδας, κνιδωτικό, nettle, ταύρο από τα κέρατα
Satunnaisia sanoja
Nokkava kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: δεσποτικός, ματαιόδοξος, εγωκεντρικός, αγενής, ξιπασμένος, καμαρωτός, μάταιος, αλαζονικός, αυταρχικός, περήφανος, επιτακτικός, επιτηδευμένος, αυθάδης, ασεβής, θράσος, αναιδές, αναιδής
Käännökset: δεσποτικός, ματαιόδοξος, εγωκεντρικός, αγενής, ξιπασμένος, καμαρωτός, μάταιος, αλαζονικός, αυταρχικός, περήφανος, επιτακτικός, επιτηδευμένος, αυθάδης, ασεβής, θράσος, αναιδές, αναιδής