Oja kreikaksi
Käännös: oja, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
τάφρος, καίω, χαράκωμα, διοχετεύω, αυλάκι, κανάλι, ρείθρο, χαντάκι, τάφρο, τάφρου
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: oja
oja englanniksi, oja jouko, oja kodar, oja merkitys, oja onni, oja kielisanakirja kreikka, oja kreikaksi
Käännökset
- oivallus kreikaksi - πραγματοποίηση, υλοποίηση, υλοποίησης, συνειδητοποίηση, πραγμάτωση
- oivaltaminen kreikaksi - διορατικότητα, εικόνα, γνώση, εικόνα για, αντίληψη
- ojennella kreikaksi - τεζάρω, τεντώνομαι, απλώνομαι, τεντώνω, εκτείνομαι, απλωσιά, τέντωμα, ...
- ojennus kreikaksi - διόρθωση, διόρθωμα, διόρθωσης, διορθώσεως, τη διόρθωση, η διόρθωση
Satunnaisia sanoja
Oja kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: τάφρος, καίω, χαράκωμα, διοχετεύω, αυλάκι, κανάλι, ρείθρο, χαντάκι, τάφρο, τάφρου
Käännökset: τάφρος, καίω, χαράκωμα, διοχετεύω, αυλάκι, κανάλι, ρείθρο, χαντάκι, τάφρο, τάφρου