Olennainen kreikaksi
Käännös: olennainen, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ουσιαστικός, ακέραιος, αξιόλογος, πρωταρχικός, στερεός, πρώτος, απαραίτητος, ουσιαστικό, ουσιώδης, ουσιωδών, απαραίτητο, ουσιώδη, απαραίτητη
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: olennainen
olennainen englanniksi, olennainen merkitys, olennainen oleellinen, olennainen ruotsiksi, olennainen sanaristikko, olennainen kielisanakirja kreikka, olennainen kreikaksi
Käännökset
- oleminen kreikaksi - ύπαρξη, Όντας, είσαι, να είσαι, Ως
- olemus kreikaksi - αποδίδω, φύση, ιδιότητα, ουσία, ουσίαν, ουσιαστικά
- olento kreikaksi - πλάσμα, οντότητα, πλάσματος, δημιούργημα, το πλάσμα, ον
- oletetaan kreikaksi - υποθέτω, υποτίθεται, υποτεθεί, γίνεται δεκτό, υποθέτουμε, γίνεται η παραδοχή
Satunnaisia sanoja
Olennainen kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ουσιαστικός, ακέραιος, αξιόλογος, πρωταρχικός, στερεός, πρώτος, απαραίτητος, ουσιαστικό, ουσιώδης, ουσιωδών, απαραίτητο, ουσιώδη, απαραίτητη
Käännökset: ουσιαστικός, ακέραιος, αξιόλογος, πρωταρχικός, στερεός, πρώτος, απαραίτητος, ουσιαστικό, ουσιώδης, ουσιωδών, απαραίτητο, ουσιώδη, απαραίτητη