Osakkeet kreikaksi
Käännös: osakkeet, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
απόθεμα, παρακρατώ, αποθέματα, αποθεμάτων, τα αποθέματα, των αποθεμάτων, μετοχές
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: osakkeet
nokian osakkeet, nordnet osakkeet, op osakkeet, osakkeet 2014, osakkeet englanniksi, osakkeet kielisanakirja kreikka, osakkeet kreikaksi
Käännökset
- osakesalkku kreikaksi - χαρτοφυλάκιο, το χαρτοφυλάκιο, του χαρτοφυλακίου, το χαρτοφυλάκιο των, που το χαρτοφυλάκιο, ο φάκελος
- osakkeenomistaja kreikaksi - μέτοχος, ταίρι, σύντροφος, μετόχου, μέτοχο, μετόχων, των μετόχων
- osakkuus kreikaksi - συνεργασία, συνεταιρισμός, εταιρικής σχέσης, εταιρική σχέση, εταιρική
- osallinen kreikaksi - εξάρτημα, συστατικός, που εμπλέκονται, εμπλέκονται, που συμμετέχουν, συμμετέχουν, συμμετέχει
Satunnaisia sanoja
Osakkeet kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: απόθεμα, παρακρατώ, αποθέματα, αποθεμάτων, τα αποθέματα, των αποθεμάτων, μετοχές
Käännökset: απόθεμα, παρακρατώ, αποθέματα, αποθεμάτων, τα αποθέματα, των αποθεμάτων, μετοχές