Pöyhkeä kreikaksi
Käännös: pöyhkeä, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ματαιόδοξος, εγωκεντρικός, αυταρχικός, αλαζονικός, επιτακτικός, ξιπασμένος, αγενής, δεσποτικός, μάταιος, υψηλός, υψηλή, υψηλό, υψηλής, υψηλού
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: pöyhkeä
pöyhkeä englanniksi, pöyhkeä kampaus, pöyhkeä merkitys, pöyhkeä ruotsiksi, pöyhkeä sanaristikko, pöyhkeä kielisanakirja kreikka, pöyhkeä kreikaksi
Käännökset
- pötypuhe kreikaksi - κουραφέξαλα, στάμνα, ανοησίες, ανοησία, τις ανοησίες, αηδίες, ανόητο
- pöyhistää kreikaksi - τολύπη, φούσκα, φύσημα, λαχανιάζω, ρουφηξιά, τζούρα
- pöytä kreikaksi - επιβιβάζομαι, τραπέζι, πίνακας, σανίδα, πίνακα, επιτραπέζιων, πίνακα που
- pöytäkirja kreikaksi - ρεκόρ, καταγραφή, εγγραφή, αρχείο, η εγγραφή
Satunnaisia sanoja
Pöyhkeä kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ματαιόδοξος, εγωκεντρικός, αυταρχικός, αλαζονικός, επιτακτικός, ξιπασμένος, αγενής, δεσποτικός, μάταιος, υψηλός, υψηλή, υψηλό, υψηλής, υψηλού
Käännökset: ματαιόδοξος, εγωκεντρικός, αυταρχικός, αλαζονικός, επιτακτικός, ξιπασμένος, αγενής, δεσποτικός, μάταιος, υψηλός, υψηλή, υψηλό, υψηλής, υψηλού