Paisuttaa kreikaksi
Käännös: paisuttaa, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ενισχύω, φουντώνω, διαστέλλω, φουσκώνω, αύξηση, επεκτείνω, διαδίδω, αυξάνω, εξογκώνω, διευρύνω, επέκταση, απλώνω, φούσκωμα, πρήζεται, πρηστεί, φουσκοθαλασσιάς, φουσκοθαλασσιά
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: paisuttaa
paisuttaa englanniksi, paisuttaa merkitys, paisuttaa ruotsiksi, paisuttaa sanaristikko, paisuttaa suomeksi, paisuttaa kielisanakirja kreikka, paisuttaa kreikaksi
Käännökset
- paisua kreikaksi - αυξάνομαι, απλώνω, μεγαλώνω, αναπτύσσομαι, φουντώνω, τροφαντός, φουσκώνω, ...
- paisutella kreikaksi - παραλέω, υπερβάλλω, ενισχύω, μεγαλοποιώ, ανατινάζω, ανατινάξουν, ανατινάξει, ...
- paita kreikaksi - πουκάμισο, φανέλα, shirt, μπλούζα, μπλουζάκι
- paitsi kreikaksi - πλάι, άλλωστε, εκτός, εκτός από, εξαίρεση, με εξαίρεση
Satunnaisia sanoja
Paisuttaa kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ενισχύω, φουντώνω, διαστέλλω, φουσκώνω, αύξηση, επεκτείνω, διαδίδω, αυξάνω, εξογκώνω, διευρύνω, επέκταση, απλώνω, φούσκωμα, πρήζεται, πρηστεί, φουσκοθαλασσιάς, φουσκοθαλασσιά
Käännökset: ενισχύω, φουντώνω, διαστέλλω, φουσκώνω, αύξηση, επεκτείνω, διαδίδω, αυξάνω, εξογκώνω, διευρύνω, επέκταση, απλώνω, φούσκωμα, πρήζεται, πρηστεί, φουσκοθαλασσιάς, φουσκοθαλασσιά