Pakollinen kreikaksi
Käännös: pakollinen, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
δέσιμο, επιτακτικός, αναγκαίος, υποχρεωτικός, δεσμευτικός, προστακτική, υποχρεωτική, υποχρεωτικό, υποχρεωτικής, υποχρεωτικές, υποχρεωτικά
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: pakollinen
pakollinen asevelvollisuus, pakollinen englanniksi, pakollinen joulu, pakollinen liikennevakuutus, pakollinen liikennevakuutus hinta, pakollinen kielisanakirja kreikka, pakollinen kreikaksi
Käännökset
- pakoilla kreikaksi - πάπια, φράκτης, αποφεύγω, κουραφέξαλα, παρακάμπτω, σκύβω, φούστα, ...
- pakolainen kreikaksi - πρόσφυγας, πρόσφυγα, προσφύγων, του πρόσφυγα, των προσφύγων
- pakonomainen kreikaksi - παθολογικός, καταπιεστικός, πιεστικός, ψυχαναγκαστική, καταναγκαστική
- pakopaikka kreikaksi - καταγώγιο, κρησφύγετο, άσυλο, καταφύγιο, ασυλία, υποχωρώ, ησυχαστήριο, ...
Satunnaisia sanoja
Pakollinen kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: δέσιμο, επιτακτικός, αναγκαίος, υποχρεωτικός, δεσμευτικός, προστακτική, υποχρεωτική, υποχρεωτικό, υποχρεωτικής, υποχρεωτικές, υποχρεωτικά
Käännökset: δέσιμο, επιτακτικός, αναγκαίος, υποχρεωτικός, δεσμευτικός, προστακτική, υποχρεωτική, υποχρεωτικό, υποχρεωτικής, υποχρεωτικές, υποχρεωτικά