Paksu kreikaksi

Käännös: paksu, Sanakirja: suomi » kreikka

Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
χοντρός, θαρραλέος, εύσαρκος, γενναίος, έντονος, χόνδρος, λίπος, τροφαντός, τόλμημα, πυκνός, παχύσαρκος, παχύ, πάχους, παχιά, πάχος, χοντρό
Paksu kreikaksi
Liittyvät sanat
Muut kielet

Liittyvät sanat: paksu

liian paksu perhoseksi, paksu bertta, paksu englanniksi, paksu helsinki, paksu köysi, paksu kielisanakirja kreikka, paksu kreikaksi

Käännökset

  • pakottaminen kreikaksi - εξαναγκασμός, επιβολή, παρόρμηση, εφαρμογή, Ο εξαναγκασμός, αναγκάζοντας, αναγκάζοντάς, ...
  • pakotus kreikaksi - εφαρμογή, επιβολή, εξαναγκασμός, καταναγκασμός, καταναγκασμό, καταναγκασμού, εξαναγκασμό
  • paksusuoli kreikaksi - άνω κάτω τελεία, παχέος εντέρου, κόλον, του παχέος εντέρου, άνω και κάτω τελεία
  • paksuus kreikaksi - πυκνότητα, πάχος, πάχους, το πάχος, πάχος του, του πάχους
Satunnaisia sanoja
Paksu kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: χοντρός, θαρραλέος, εύσαρκος, γενναίος, έντονος, χόνδρος, λίπος, τροφαντός, τόλμημα, πυκνός, παχύσαρκος, παχύ, πάχους, παχιά, πάχος, χοντρό