Parannuskeino kreikaksi
Käännös: parannuskeino, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
παστώνω, καπνίζω, θεραπεύω, αλατίζω, αποκαθιστώ, επανορθώνω, θεραπεία, τη θεραπεία, θεραπείας, σκλήρυνσης, σκλήρυνση
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: parannuskeino
parannuskeino aidsiin, parannuskeino diabetekseen, parannuskeino englanniksi, parannuskeino flunssaan, parannuskeino hiv, parannuskeino kielisanakirja kreikka, parannuskeino kreikaksi
Käännökset
- parametri kreikaksi - παράμετρος, παράμετρο, παραμέτρου, παραμέτρων, η παράμετρος
- parannus kreikaksi - καπνίζω, ανασχηματισμός, παστώνω, μεταρρύθμιση, προβαίνω, μεταρρυθμίζω, πρόοδος, ...
- parantaa kreikaksi - μεταρρυθμίζω, γιατρεύω, μεταχειρίζομαι, αυξάνω, στιλβώνω, παστώνω, τροποποιώ, ...
- parantua kreikaksi - επουλώνω, γιατρεύω, επουλώνομαι, επουλωθούν, θεραπεύσει, θεραπεύει, να θεραπεύσει, ...
Satunnaisia sanoja
Parannuskeino kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: παστώνω, καπνίζω, θεραπεύω, αλατίζω, αποκαθιστώ, επανορθώνω, θεραπεία, τη θεραπεία, θεραπείας, σκλήρυνσης, σκλήρυνση
Käännökset: παστώνω, καπνίζω, θεραπεύω, αλατίζω, αποκαθιστώ, επανορθώνω, θεραπεία, τη θεραπεία, θεραπείας, σκλήρυνσης, σκλήρυνση