Peite kreikaksi
Käännös: peite, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
στρώση, μανδύας, πέπλος, φάκελος, καζάκα, τσόχα, κουβέρτα, ένιωθα, αισθανόμουν, σκεπάζω, παλτό, προστασία, καλύπτω, πάπλωμα, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: peite
peite englanniksi, peite kielessä, peite kurkussa, peite merkitys, peite nielussa, peite kielisanakirja kreikka, peite kreikaksi
Käännökset
- peili kreikaksi - αντικατοπτρίζω, καθρέφτης, καθρέπτης, καθρέφτη, καθρέπτη, κάτοπτρο
- peilikaukoputki kreikaksi - κατοπτρικό τηλεσκόπιο, τηλεσκόπιο απεικόνισης
- peitto kreikaksi - πίλος, μανδύας, αισθανόμουν, ένιωθα, καπό, τσόχα, κάλυμμα, ...
- peittää kreikaksi - καλύπτω, κρύβω, κρύβομαι, παλτό, πέπλος, καταποντίζω, τυλίγω, ...
Satunnaisia sanoja
Peite kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: στρώση, μανδύας, πέπλος, φάκελος, καζάκα, τσόχα, κουβέρτα, ένιωθα, αισθανόμουν, σκεπάζω, παλτό, προστασία, καλύπτω, πάπλωμα, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης
Käännökset: στρώση, μανδύας, πέπλος, φάκελος, καζάκα, τσόχα, κουβέρτα, ένιωθα, αισθανόμουν, σκεπάζω, παλτό, προστασία, καλύπτω, πάπλωμα, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης