Pelkistää kreikaksi
Käännös: pelkistää, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
κουρεύω, περιορίζω, κόβω, ψαλιδίζω, ελαττώνω, μειώνω, κομψός, κοπή, κλαδεύω, κόψιμο, μειώσει, να μειώσει, μείωση, μειώσουν, μειώνουν
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: pelkistää
hapettaa pelkistää, pelkistää englanniksi, pelkistää englanti, pelkistää merkitys, pelkistää ruotsiksi, pelkistää kielisanakirja kreikka, pelkistää kreikaksi
Käännökset
- pelkistys kreikaksi - απλοποίηση, μείωση, μείωσης, τη μείωση, μείωση της, αναγωγή
- pelkistäminen kreikaksi - απλοποίηση, μείωση, μείωσης, τη μείωση, μείωση της, αναγωγή
- pelkkä kreikaksi - απλός, πεδιάδα, κάμπος, γυμνός, σκέτο, σκέτος, απόλυτος, ...
- pelko kreikaksi - ανησυχία, τρόμος, φοβάμαι, σύλληψη, δέος, κατατρομάζω, φόβος, ...
Satunnaisia sanoja
Pelkistää kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: κουρεύω, περιορίζω, κόβω, ψαλιδίζω, ελαττώνω, μειώνω, κομψός, κοπή, κλαδεύω, κόψιμο, μειώσει, να μειώσει, μείωση, μειώσουν, μειώνουν
Käännökset: κουρεύω, περιορίζω, κόβω, ψαλιδίζω, ελαττώνω, μειώνω, κομψός, κοπή, κλαδεύω, κόψιμο, μειώσει, να μειώσει, μείωση, μειώσουν, μειώνουν