Peruste kreikaksi
Käännös: peruste, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
λόγος, αιτία, σκοπός, κριτήριο, κίνητρο, προξενώ, ανάγκη, προκαλώ, παρακίνηση, χρειάζομαι, αιτιολογία, λόγο, λόγω, λόγο αυτό, λόγος για
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: peruste
peruste englanniksi, peruste klubi, peruste lehti, peruste merkitys, peruste määräaikaiselle työsopimukselle, peruste kielisanakirja kreikka, peruste kreikaksi
Käännökset
- perustava kreikaksi - έσχατος, ουσιώδης, απώτατος, θεμελιώδης, ύστατος, τελικός, συστατική, ...
- perustavanlaatuinen kreikaksi - ουσιώδης, απαραίτητος, θεμελιώδης, θεμελιωδών, θεμελιώδη, θεμελιώδεις, των θεμελιωδών
- perusteellinen kreikaksi - βαθύς, θεμελιώδης, πλήρης, βαθυστόχαστος, καρδινάλιος, εξονυχιστικός, περιεκτικός, ...
- perusteellisesti kreikaksi - πλήρως, τελείως, καλά, προσεκτικά, επιμελώς
Satunnaisia sanoja
Peruste kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: λόγος, αιτία, σκοπός, κριτήριο, κίνητρο, προξενώ, ανάγκη, προκαλώ, παρακίνηση, χρειάζομαι, αιτιολογία, λόγο, λόγω, λόγο αυτό, λόγος για
Käännökset: λόγος, αιτία, σκοπός, κριτήριο, κίνητρο, προξενώ, ανάγκη, προκαλώ, παρακίνηση, χρειάζομαι, αιτιολογία, λόγο, λόγω, λόγο αυτό, λόγος για