Perusteellinen kreikaksi
Käännös: perusteellinen, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
βαθύς, θεμελιώδης, πλήρης, βαθυστόχαστος, καρδινάλιος, εξονυχιστικός, περιεκτικός, κλειδί, λεπτομερής, ουσιώδης, κεντρικός, διεξοδική, ενδελεχή, εμπεριστατωμένη, λεπτομερή
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: perusteellinen
perusteellinen englanniksi, perusteellinen ihminen, perusteellinen in english, perusteellinen kuntotarkastus, perusteellinen merkitys, perusteellinen kielisanakirja kreikka, perusteellinen kreikaksi
Käännökset
- perustavanlaatuinen kreikaksi - ουσιώδης, απαραίτητος, θεμελιώδης, θεμελιωδών, θεμελιώδη, θεμελιώδεις, των θεμελιωδών
- peruste kreikaksi - λόγος, αιτία, σκοπός, κριτήριο, κίνητρο, προξενώ, ανάγκη, ...
- perusteellisesti kreikaksi - πλήρως, τελείως, καλά, προσεκτικά, επιμελώς
- perustella kreikaksi - δικαιολογώ, δικαιώνω, παρακινώ, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, ...
Satunnaisia sanoja
Perusteellinen kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: βαθύς, θεμελιώδης, πλήρης, βαθυστόχαστος, καρδινάλιος, εξονυχιστικός, περιεκτικός, κλειδί, λεπτομερής, ουσιώδης, κεντρικός, διεξοδική, ενδελεχή, εμπεριστατωμένη, λεπτομερή
Käännökset: βαθύς, θεμελιώδης, πλήρης, βαθυστόχαστος, καρδινάλιος, εξονυχιστικός, περιεκτικός, κλειδί, λεπτομερής, ουσιώδης, κεντρικός, διεξοδική, ενδελεχή, εμπεριστατωμένη, λεπτομερή