Perusteltu kreikaksi
Käännös: perusteltu, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
γερός, φωνή, ήχος, λογικός, δικαιολογείται, δικαιολογημένη, δικαιολογημένες, αιτιολογημένες, δικαιολογημένο
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: perusteltu
perusteltu englanniksi, perusteltu katkaisuhoito, perusteltu merkitys, perusteltu päiväjärjestys, perusteltu ruotsiksi, perusteltu kielisanakirja kreikka, perusteltu kreikaksi
Käännökset
- perusteellisesti kreikaksi - πλήρως, τελείως, καλά, προσεκτικά, επιμελώς
- perustella kreikaksi - δικαιολογώ, δικαιώνω, παρακινώ, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, ...
- perustelu kreikaksi - λογομαχία, δικαιολογία, δήλωση, τεκμηρίωση, αιτιολογία, διαφωνία, επιχείρημα, ...
- perustelut kreikaksi - αρχή, συλλογισμός, αιτιολογία, λογική, συλλογιστική, συλλογιστικής
Satunnaisia sanoja
Perusteltu kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: γερός, φωνή, ήχος, λογικός, δικαιολογείται, δικαιολογημένη, δικαιολογημένες, αιτιολογημένες, δικαιολογημένο
Käännökset: γερός, φωνή, ήχος, λογικός, δικαιολογείται, δικαιολογημένη, δικαιολογημένες, αιτιολογημένες, δικαιολογημένο