Piikikäs kreikaksi
Käännös: piikikäs, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
θυελλώδης, κυνικός, καυστικός, πικρός, ευερέθιστος, σαρκαστικός, δύσκολος, ακανθώδης, αγκαθωτός, φραγκοσυκιές, φραγκόσυκο, prickly
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: piikikäs
piikikäs englanniksi, piikikäs hedelmä, piikikäs kala, piikikäs kasvi, piikikäs köynnös, piikikäs kielisanakirja kreikka, piikikäs kreikaksi
Käännökset
- pii kreikaksi - γόμφος, πυρίτιο, πυριτίου, του πυριτίου, σιλικόνης, σιλικόνη
- piika kreikaksi - υπηρέτρια, πόρνη, κόρη, δυναμομετρικού κλειδιού, συγχρωτίζομαι μετά πόρνων
- piikitellä kreikaksi - βελόνα, χαζός, ονειδίζω, twit, ψέγω
- piikivi kreikaksi - πυρόλιθος, πυρόλιθο, πυριτόλιθο, υαλώδους μορφής, πυριτόλιθου
Satunnaisia sanoja
Piikikäs kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: θυελλώδης, κυνικός, καυστικός, πικρός, ευερέθιστος, σαρκαστικός, δύσκολος, ακανθώδης, αγκαθωτός, φραγκοσυκιές, φραγκόσυκο, prickly
Käännökset: θυελλώδης, κυνικός, καυστικός, πικρός, ευερέθιστος, σαρκαστικός, δύσκολος, ακανθώδης, αγκαθωτός, φραγκοσυκιές, φραγκόσυκο, prickly