Pikimmiten kreikaksi
Käännös: pikimmiten, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
τώρα, έγκαιρα, αμέσως, όσο το δυνατόν συντομότερα, συντομότερο δυνατό, συντομότερο δυνατόν, το συντομότερο δυνατόν, το συντομότερο δυνατό
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: pikimmiten
mitä pikimmiten, pikimmiten englanniksi, pikimmiten merkitys, pikimmiten ruotsiksi, pikimmiten sanaristikko, pikimmiten kielisanakirja kreikka, pikimmiten kreikaksi
Käännökset
- pikatie kreikaksi - ταχείας κυκλοφορίας, ταχείας, αυτοκινητόδρομος, οδός ταχείας, οδού ταχείας
- piki kreikaksi - κλυδωνίζομαι, πίσσα, γηπέδου, αγωνιστικό χώρο, βήμα, βήματος
- pikkarainen kreikaksi - μικρός, Πικαράινεν
- pikku kreikaksi - ελάσσων, υπεξούσιος, λίγο, ασήμαντος, μικρός, μικρή, μικρό, ...
Satunnaisia sanoja
Pikimmiten kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: τώρα, έγκαιρα, αμέσως, όσο το δυνατόν συντομότερα, συντομότερο δυνατό, συντομότερο δυνατόν, το συντομότερο δυνατόν, το συντομότερο δυνατό
Käännökset: τώρα, έγκαιρα, αμέσως, όσο το δυνατόν συντομότερα, συντομότερο δυνατό, συντομότερο δυνατόν, το συντομότερο δυνατόν, το συντομότερο δυνατό