Pilkka kreikaksi

Käännös: pilkka, Sanakirja: suomi » kreikka

Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
χλευασμός, γελοιοποιώ, λοιδορώ, λοιδορία, προπηλακίζω, προσβολή, παρωδία, περιπαιχτικός, διασυρμός, φλόγες, προσβάλλω, εμπαικτικός, περιγελώ, κοροϊδία, βλασφημία, βλασφημίας, τη βλασφημία, περί βλασφημίας, της βλασφημίας
Pilkka kreikaksi
Liittyvät sanat
Muut kielet

Liittyvät sanat: pilkka

pilkka ammunta, pilkka englanniksi, pilkka gmbh, pilkka merkitys, pilkka osuu omaan nilkkaan, pilkka kielisanakirja kreikka, pilkka kreikaksi

Käännökset

  • pilke kreikaksi - λάμψη, σπιθίζω, ψιλοκομμένο, ψιλοκομμένα, τεμαχισμένα, ψιλοκομμένες, ψιλοκομμένη
  • pilkistää kreikaksi - κρυφοκοιτάζω, τιτίβισμα, PEEP, το PEEP, τιτιβίσματος
  • pilkkaaja kreikaksi - κοροϊδευτής, ξεγελαστική, γεννάει χλευασμό, είρωνας, την ξεγελαστική
  • pilkkaava kreikaksi - περιπαιχτικός, εμπαικτικός, σαρκαστικός, βλάσφημος, βλάσφημο, βλάσφημη, βλάσφημες, ...
Satunnaisia sanoja
Pilkka kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: χλευασμός, γελοιοποιώ, λοιδορώ, λοιδορία, προπηλακίζω, προσβολή, παρωδία, περιπαιχτικός, διασυρμός, φλόγες, προσβάλλω, εμπαικτικός, περιγελώ, κοροϊδία, βλασφημία, βλασφημίας, τη βλασφημία, περί βλασφημίας, της βλασφημίας