Pistää kreikaksi
Käännös: pistää, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ώθηση, κεντρίζω, κασμάς, ποζάρω, πόζα, μπήγω, χώνω, κέντημα, κεντρί, χωμένος, κοσμικός, τσιμπώ, μαχαιρώνω, τσιτώνω, συλλέγω, ξαπλώνω, σπρώχνω, ωθώ, shove
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: pistää
ampiainen, ampiainen pistää, pistää alavatsaan oikealle, pistää hanttiin, pistää hengittäessä, pistää kielisanakirja kreikka, pistää kreikaksi
Käännökset
- pistokoe kreikaksi - τυχαίο δείγμα, τυχαίου δείγματος, τυχαίας δειγματοληψίας, τυχαίο δείγμα που, δειγματοληψία τυχαίου δείγματος
- pistorasia kreikaksi - διέξοδος, έξοδος, εξόδου, έξοδο, πρίζα, εξαγωγής
- pitkin kreikaksi - κατά μήκος, μαζί, μήκος, κατά μήκος της
- pitkulainen kreikaksi - επιμήκης, στενόμακρος, επιμήκη, επίμηκες, επιμήκεις
Satunnaisia sanoja
Pistää kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ώθηση, κεντρίζω, κασμάς, ποζάρω, πόζα, μπήγω, χώνω, κέντημα, κεντρί, χωμένος, κοσμικός, τσιμπώ, μαχαιρώνω, τσιτώνω, συλλέγω, ξαπλώνω, σπρώχνω, ωθώ, shove
Käännökset: ώθηση, κεντρίζω, κασμάς, ποζάρω, πόζα, μπήγω, χώνω, κέντημα, κεντρί, χωμένος, κοσμικός, τσιμπώ, μαχαιρώνω, τσιτώνω, συλλέγω, ξαπλώνω, σπρώχνω, ωθώ, shove