Poiketa kreikaksi

Käännös: poiketa, Sanakirja: suomi » kreikka

Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
αδέσποτος, τριγυρίζω, στροφή, σειρά, κλαδί, στρίβω, παρεκκλίνω, περιφέρομαι, εκτρέπω, εκτρέπομαι, κλάδος, υποκατάστημα, αποκλίνουν, αποκλίνει, παρεκκλίνει, παρεκκλίνουν, να αποκλίνει
Poiketa kreikaksi
Liittyvät sanat
Muut kielet

Liittyvät sanat: poiketa

poiketa aiheesta englanniksi, poiketa englanniksi, poiketa in english, poiketa merkitys, poiketa på svenska, poiketa kielisanakirja kreikka, poiketa kreikaksi

Käännökset

  • poika kreikaksi - ασήμαντος, ελάσσων, υπεξούσιος, αγόρι, καμάρι, νεαρός, τύπος, ...
  • poikaystävä kreikaksi - συνάδελφος, γκόμενος, τύπος, άντρας, φίλος, φίλο, το φίλο, ...
  • poikimaton kreikaksi - που δεν έχουν ακόμη, δεν έχει ακόμα, δεν έχουν ακόμη, δεν έχει ακόμη, δεν είναι ακόμη
  • poikkeama kreikaksi - αναχώρηση, απόκλιση, διαφορά, παρέκκλιση, απόκλισης, αποκλίσεις
Satunnaisia sanoja
Poiketa kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: αδέσποτος, τριγυρίζω, στροφή, σειρά, κλαδί, στρίβω, παρεκκλίνω, περιφέρομαι, εκτρέπω, εκτρέπομαι, κλάδος, υποκατάστημα, αποκλίνουν, αποκλίνει, παρεκκλίνει, παρεκκλίνουν, να αποκλίνει