Proviisori kreikaksi
Käännös: proviisori, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
φαρμακοποιός, χημικός, φαρμακοποιό, το φαρμακοποιό, τον φαρμακοποιό, Φαρμακοποιοί
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: proviisori
proviisori englanniksi, proviisori helsingin yliopisto, proviisori koulutus, proviisori lehti, proviisori merkitys, proviisori kielisanakirja kreikka, proviisori kreikaksi
Käännökset
- protokolla kreikaksi - πρωτόκολλο, πρωτοκόλλου, το πρωτόκολλο, πρωτόκολλο που, του πρωτοκόλλου
- prototyyppi kreikaksi - επιτομή, εικόνα, πρωτότυπο, είδωλο, πρωτοτύπου, πρότυπο, πρωτοτύπων, ...
- provinssi kreikaksi - επαρχία, αρμοδιότητα, επαρχίας, Province, Διαμέρισμα, την επαρχία
- pröystäilevä kreikaksi - ξιπασμένος, επιδεικτικός, φιγουρατζής, επιδεικτικό, επιδεικτική, επιδεικτικά, το επιδεικτικό
Satunnaisia sanoja
Proviisori kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: φαρμακοποιός, χημικός, φαρμακοποιό, το φαρμακοποιό, τον φαρμακοποιό, Φαρμακοποιοί
Käännökset: φαρμακοποιός, χημικός, φαρμακοποιό, το φαρμακοποιό, τον φαρμακοποιό, Φαρμακοποιοί