Puolustaa kreikaksi
Käännös: puolustaa, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
προστατεύω, αμύνομαι, υπερασπίζομαι, υπερασπίζω, δικαιώνω, δικαιολογώ, συγχωρώ, αγορεύω, κατοχυρώνω, δικαιολογία, αφορμή, υπερασπιστεί, υπερασπιστούν, υπερασπίσει, υπερασπιστούμε, την υπεράσπιση
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: puolustaa
koira puolustaa, ovechkin puolustaa, puolustaa eläimiä, puolustaa englanniksi, puolustaa merkitys, puolustaa kielisanakirja kreikka, puolustaa kreikaksi
Käännökset
- puoluekokous kreikaksi - συνέδριο, Κογκρέσο, Κογκρέσου, το Κογκρέσο, Congress
- puolueryhmä kreikaksi - φατρία, παράταξη, φατρίας, φράξια, παράταξης
- puolustaja kreikaksi - προστάτης, κηδεμόνας, αμυντικός, υπερασπιστής, εστία, εστία του, αμυνόμενου
- puolustava kreikaksi - αμυντικός, αμυντική, αμυντικό, αμυντικά, αμυντικές
Satunnaisia sanoja
Puolustaa kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: προστατεύω, αμύνομαι, υπερασπίζομαι, υπερασπίζω, δικαιώνω, δικαιολογώ, συγχωρώ, αγορεύω, κατοχυρώνω, δικαιολογία, αφορμή, υπερασπιστεί, υπερασπιστούν, υπερασπίσει, υπερασπιστούμε, την υπεράσπιση
Käännökset: προστατεύω, αμύνομαι, υπερασπίζομαι, υπερασπίζω, δικαιώνω, δικαιολογώ, συγχωρώ, αγορεύω, κατοχυρώνω, δικαιολογία, αφορμή, υπερασπιστεί, υπερασπιστούν, υπερασπίσει, υπερασπιστούμε, την υπεράσπιση