Putous kreikaksi
Käännös: putous, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
καταρράκτης, εκπίπτω, πτώση, κατρακυλώ, χύνω, πέφτω, καταρράκτη, τον καταρράκτη, καταρράκτες
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: putous
armi toivanen, iltalehti putous, katsomo, putous 2010, putous 2011, putous kielisanakirja kreikka, putous kreikaksi
Käännökset
- putkimies kreikaksi - υδραυλικός, υδραυλικό, υδραυλικού, υδραυλικούς, για υδραυλικούς
- putkityöläinen kreikaksi - υδραυλικός, εργάτης, εργαζόμενος, εργαζόμενο, εργαζομένου, εργαζομένων
- puu kreikaksi - ξυλεία, ξύλο, δέντρο, δάσος, ξύλου, ξυλείας, το ξύλο
- puuaine kreikaksi - ξύλο, δάσος, υλικό, υλικού, υλικών, υλικά, ύλη
Satunnaisia sanoja
Putous kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: καταρράκτης, εκπίπτω, πτώση, κατρακυλώ, χύνω, πέφτω, καταρράκτη, τον καταρράκτη, καταρράκτες
Käännökset: καταρράκτης, εκπίπτω, πτώση, κατρακυλώ, χύνω, πέφτω, καταρράκτη, τον καταρράκτη, καταρράκτες