Pysäkki kreikaksi
Käännös: pysäkki, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
σταματώ, παγώνω, καταψύχω, κρουσταλλιάζω, σταθμός, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: pysäkki
pysäkki 2014, pysäkki 4270, pysäkki 846 turku, pysäkki aikataulu, pysäkki englanniksi, pysäkki kielisanakirja kreikka, pysäkki kreikaksi
Käännökset
- pysähtymätön kreikaksi - διαρκής, μετακίνηση, κινείται, κινούνται, διακινούνται, που διακινούνται
- pysähtyä kreikaksi - διακόπτω, διακοπή, σταματώ, παύση, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, ...
- pysäköidä kreikaksi - πάρκο, πάρκου, χώρος στάθμευσης, Παρκ, χώρο στάθμευσης
- pysäyttää kreikaksi - μένω, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Satunnaisia sanoja
Pysäkki kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: σταματώ, παγώνω, καταψύχω, κρουσταλλιάζω, σταθμός, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Käännökset: σταματώ, παγώνω, καταψύχω, κρουσταλλιάζω, σταθμός, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει