Raaka kreikaksi
Käännös: raaka, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ωμός, χονδροειδής, αγροίκος, αγενής, πρόχειρος, κτήνος, τραχύς, σκληρός, ακατέργαστος, αισχρός, φαύλος, ακατέργαστη, πρώτων, πρώτες, ακατέργαστο, των πρώτων
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: raaka
raaka aine, raaka avokado, raaka englanniksi, raaka kana, raaka kananmuna, raaka kielisanakirja kreikka, raaka kreikaksi
Käännökset
- raaja kreikaksi - μέλος, κλαδί, άκρο, σκέλος, σκέλους, άκρων
- raajarikkoinen kreikaksi - ανάπηρος, ειδικές ανάγκες, αναπηρία, με ειδικές ανάγκες, με αναπηρία
- raakalainen kreikaksi - άγριος, Savage, άγρια, άγριο, άγριες
- raakalaismainen kreikaksi - θηριώδης, κτηνώδης, βάρβαρη, βάρβαρο, βάρβαρες, βαρβαρικές, βάρβαρης
Satunnaisia sanoja
Raaka kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ωμός, χονδροειδής, αγροίκος, αγενής, πρόχειρος, κτήνος, τραχύς, σκληρός, ακατέργαστος, αισχρός, φαύλος, ακατέργαστη, πρώτων, πρώτες, ακατέργαστο, των πρώτων
Käännökset: ωμός, χονδροειδής, αγροίκος, αγενής, πρόχειρος, κτήνος, τραχύς, σκληρός, ακατέργαστος, αισχρός, φαύλος, ακατέργαστη, πρώτων, πρώτες, ακατέργαστο, των πρώτων