Roima kreikaksi
Käännös: roima, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ανθεκτικός, ρωμαλέος, αρκετός, αξιόλογος, αισθητός, γερός, αντιστοιχούσε σε, αντιστοιχούσε, αντιστοιχούσαν σε, αντιστοιχούσε στο, αντιστοιχεί στην
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: roima
roima, roima elämys, roima englanniksi, roima forte, roima himanka, roima kielisanakirja kreikka, roima kreikaksi
Käännökset
- roikkuminen kreikaksi - εξάρτηση, γέρνοντας, πεσμένα, γείρει, να γείρει, κρεμάμενα
- roikottaa kreikaksi - επάνω σε, σε, πάνω, επί, επάνω
- roina kreikaksi - σκόνη, χαλάσματα, μπάζα, tat, ΤΑΤ, η ΤΑΤ, η TAT, ...
- roisi kreikaksi - τόλμη, τόλμημα, πρόστυχο, πρόστυχη, το πρόστυχο, και πρόστυχο, λάγνα
Satunnaisia sanoja
Roima kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ανθεκτικός, ρωμαλέος, αρκετός, αξιόλογος, αισθητός, γερός, αντιστοιχούσε σε, αντιστοιχούσε, αντιστοιχούσαν σε, αντιστοιχούσε στο, αντιστοιχεί στην
Käännökset: ανθεκτικός, ρωμαλέος, αρκετός, αξιόλογος, αισθητός, γερός, αντιστοιχούσε σε, αντιστοιχούσε, αντιστοιχούσαν σε, αντιστοιχούσε στο, αντιστοιχεί στην