Ryhti kreikaksi
Käännös: ryhti, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
βαγόνι, στάση, έδρανο, άμαξα, σχέση, κορμοστασιά, στάση του σώματος, στάσης, τη στάση, τη στάση του σώματος
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: ryhti
huono ryhti, kurikan ryhti, puolangan ryhti, ryhti englanniksi, ryhti granlund, ryhti kielisanakirja kreikka, ryhti kreikaksi
Käännökset
- ryhmä kreikaksi - σύμπλεγμα, συγκρότημα, όμιλος, ομάδα, φατρία, ομάδας, ομίλου, ...
- ryhmäjako kreikaksi - ταξινόμηση, ομαδοποίηση, ομάδα, ομίλου, όμιλος, ομάδας
- ryhtyä kreikaksi - ξεκίνημα, εισέρχομαι, επιβιβάζω, ξεκινώ, αρχή, μπαίνω, επιβιβάζομαι, ...
- rykelmä kreikaksi - συστοιχία, σύμπλεγμα, συσσώρευση, συσφαίρωση, συνονθύλευμα, ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων, χρηατοοικονοικών οίλων
Satunnaisia sanoja
Ryhti kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: βαγόνι, στάση, έδρανο, άμαξα, σχέση, κορμοστασιά, στάση του σώματος, στάσης, τη στάση, τη στάση του σώματος
Käännökset: βαγόνι, στάση, έδρανο, άμαξα, σχέση, κορμοστασιά, στάση του σώματος, στάσης, τη στάση, τη στάση του σώματος