Ryyppääminen kreikaksi
Käännös: ryyppääminen, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
πίνω, ποτό, ευκαιριακή άμετρη κατανάλωση οινοπνεύματος, ευκαιριακή άμετρη κατανάλωση, ευκαιριακής άμετρης κατανάλωσης, η ευκαιριακή άμετρη κατανάλωση, ευκαιριακής άμετρης κατανάλωσης οινοπνεύματος
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: ryyppääminen
ryyppääminen ei kiinnosta, ryyppääminen englanniksi, ryyppääminen flunssassa, ryyppääminen ja salilla käynti, ryyppääminen joka viikonloppu, ryyppääminen kielisanakirja kreikka, ryyppääminen kreikaksi
Käännökset
- ryydittää kreikaksi - καρύκευμα, περίοδος, νοστιμίζω, μπαχαρικό, περίοδο, καρυκεύω, ζήλος, ...
- ryyppy kreikaksi - αργοπίνω, πίνω, τσιμπώ, ποτό, νογκίνης, noggin, νογκίνη, ...
- ryypätä kreikaksi - πίνω, ποτό, χτύπησε το, χτυπήσει το, χτυπήσει την, να χτυπήσει το, έπληξε την
- ryysy kreikaksi - κουρέλι, κουρελιασμένα, Raggedy
Satunnaisia sanoja
Ryyppääminen kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: πίνω, ποτό, ευκαιριακή άμετρη κατανάλωση οινοπνεύματος, ευκαιριακή άμετρη κατανάλωση, ευκαιριακής άμετρης κατανάλωσης, η ευκαιριακή άμετρη κατανάλωση, ευκαιριακής άμετρης κατανάλωσης οινοπνεύματος
Käännökset: πίνω, ποτό, ευκαιριακή άμετρη κατανάλωση οινοπνεύματος, ευκαιριακή άμετρη κατανάλωση, ευκαιριακής άμετρης κατανάλωσης, η ευκαιριακή άμετρη κατανάλωση, ευκαιριακής άμετρης κατανάλωσης οινοπνεύματος