Säilöä kreikaksi
Käännös: säilöä, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
συντηρώ, αλατίζω, διατηρώ, θεραπεύω, διασώζω, παστώνω, καπνίζω, διατήρηση, τη διατήρηση, διαφύλαξη, διατηρήσουν, διατηρούν
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: säilöä
säilyä englanniksi, säilyä ruotsiksi, säilöntä mausteliemeen, säilöä merkitys, säilöä ratkojat, säilöä kielisanakirja kreikka, säilöä kreikaksi
Käännökset
- säilyttää kreikaksi - διατείνομαι, διατηρώ, αποταμιεύω, υποστηρίζω, εξακολουθώ, κρατώ, κατακρατώ, ...
- säilytys kreikaksi - διατήρηση, συντήρηση, διαφύλαξη, διατήρησης, συντήρησης
- säkeistö kreikaksi - στίχος, στίχο, εδάφιο, στίχου, το εδάφιο
- säkenöinti kreikaksi - γυαλίζω, πυροτεχνήματα, πυροτεχνικών ουσιών, φωτοβολίδων, ειδών πυροτεχνουργίας, τις πυροτεχνικές ουσίες
Satunnaisia sanoja
Säilöä kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: συντηρώ, αλατίζω, διατηρώ, θεραπεύω, διασώζω, παστώνω, καπνίζω, διατήρηση, τη διατήρηση, διαφύλαξη, διατηρήσουν, διατηρούν
Käännökset: συντηρώ, αλατίζω, διατηρώ, θεραπεύω, διασώζω, παστώνω, καπνίζω, διατήρηση, τη διατήρηση, διαφύλαξη, διατηρήσουν, διατηρούν