Säiliö kreikaksi
Käännös: säiliö, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
πλοίο, κάδος, αγγείο, στεγαστικός, δεξαμενή, στέγαση, κόλπος, σκεύος, σκάφος, σαπιοκάραβο, λεκάνη, δεξαμενής, δοχείο, ρεζερβουάρ, δοχείου
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: säiliö
säiliö 100 l, säiliö 468, säiliö englanniksi, säiliö ja teräsrakenne a luoto, säiliö merkitys, säiliö kielisanakirja kreikka, säiliö kreikaksi
Käännökset
- säikky kreikaksi - νευρικός, δειλός, συνεσταλμένος, ντροπαλός, επιφυλακτικοί, ζωηροί, οι νευρικοί, ...
- säikkyä kreikaksi - υποχωρώ, δειλιάζω, οπισθοχωρώ, οπισθοχωρώ φοβισμένος
- säiliökivilaji kreikaksi - δεξαμενή, βράχο δεξαμενή, βράχου ταμιευτήρα
- säilyttäminen kreikaksi - διατήρηση, παρακράτηση, διατήρησης, τη διατήρηση, διατηρήσεως, προστασία
Satunnaisia sanoja
Säiliö kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: πλοίο, κάδος, αγγείο, στεγαστικός, δεξαμενή, στέγαση, κόλπος, σκεύος, σκάφος, σαπιοκάραβο, λεκάνη, δεξαμενής, δοχείο, ρεζερβουάρ, δοχείου
Käännökset: πλοίο, κάδος, αγγείο, στεγαστικός, δεξαμενή, στέγαση, κόλπος, σκεύος, σκάφος, σαπιοκάραβο, λεκάνη, δεξαμενής, δοχείο, ρεζερβουάρ, δοχείου