Saarto kreikaksi
Käännös: saarto, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
μποϋκοτάρω, αποκλεισμός, απαγόρευση, απαγορεύω, αποκλείω, πολιορκία, αποκλεισμό, αποκλεισμού, τον αποκλεισμό, παρεμπόδιση
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: saarto
saarto antero, saarto elokuva, saarto englanniksi, saarto jukka, saarto merkitys, saarto kielisanakirja kreikka, saarto kreikaksi
Käännökset
- saartaa kreikaksi - εσωκλείω, περικυκλώνω, πλαισίωση, στηρίγματα, φραγμός, πολιορκώ, πλαισιώνω, ...
- saasta kreikaksi - κηλίδα, ακαθαρσία, λεκιάζω, μουρνταριά, γράσο, μαγαρίζω, λιπαντικό, ...
- saastainen kreikaksi - βρόμικος, ανέντιμος, άθλιος, λερωμένος, απαίσιος, σαθρός, χάλια, ...
Satunnaisia sanoja
Saarto kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: μποϋκοτάρω, αποκλεισμός, απαγόρευση, απαγορεύω, αποκλείω, πολιορκία, αποκλεισμό, αποκλεισμού, τον αποκλεισμό, παρεμπόδιση
Käännökset: μποϋκοτάρω, αποκλεισμός, απαγόρευση, απαγορεύω, αποκλείω, πολιορκία, αποκλεισμό, αποκλεισμού, τον αποκλεισμό, παρεμπόδιση