Sallittu kreikaksi

Käännös: sallittu, Sanakirja: suomi » kreikka

Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
εκλέξιμος, άξιος, εκλόγιμος, κατάλληλος, Επιτρέπεται, επιτρεπτή, επιτρεπόμενη, επιτρεπόμενο, επιτρεπτό
Sallittu kreikaksi
Liittyvät sanat
Muut kielet

Liittyvät sanat: sallittu

sallittu aikajanalla, sallittu aisapaino, sallittu englanniksi, sallittu jännitys, sallittu lambda arvo, sallittu kielisanakirja kreikka, sallittu kreikaksi

Käännökset

  • sallimus kreikaksi - μοίρα, ειμαρμένη, πεπρωμένο, πρόνοια, Providence, Πρόβιντενς, την πρόνοια, ...
  • sallittava kreikaksi - αποδεκτός, επιτρεπτός, επιτρέπονται, επιτρέπεται, επέτρεψε, επιτρέπεται η, αφέθηκε
  • salliva kreikaksi - λάσκος, επιεικής, μαλακός, ελαστικός, χαλαρός, μακρόθυμος, επιτρεπτικός, ...
  • sallivuus kreikaksi - μακροθυμία, επιείκεια, ανεκτικότητα, χαλαρότητα, την ανεκτικότητα, η ανεκτικότητα, επιτρεπτικότητα
Satunnaisia sanoja
Sallittu kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: εκλέξιμος, άξιος, εκλόγιμος, κατάλληλος, Επιτρέπεται, επιτρεπτή, επιτρεπόμενη, επιτρεπόμενο, επιτρεπτό