Selkkaus kreikaksi

Käännös: selkkaus, Sanakirja: suomi » kreikka

Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
διαπληκτίζομαι, περιστατικό, επεισόδιο, αψιμαχία, πινέλο, βουρτσίζω, διεκδικώ, αντιπαράθεση, καυγαδίζω, κλαγγή, φιλονικία, διένεξη, σκούπα, βούρτσα, προσκρούω, καυγάς, σύγκρουση, συγκρούσεων, σύγκρουσης, των συγκρούσεων, συγκρούσεις
Selkkaus kreikaksi
Liittyvät sanat
Muut kielet

Liittyvät sanat: selkkaus

aseellinen selkkaus, diplomaattinen selkkaus, fashodan selkkaus, poliittinen selkkaus, sana selkkaus, selkkaus kielisanakirja kreikka, selkkaus kreikaksi

Käännökset

  • selkeä kreikaksi - ρητός, ξεκάθαρα, έκδηλος, καθαρά, κατηγορηματικός, εναργής, προφανής, ...
  • selkeämpi kreikaksi - αναπτήρας, μαούνα, σαφέστερη, σαφέστερο, σαφέστερες, σαφέστερα, σαφέστερος
  • selkä kreikaksi - κορυφογραμμή, πίσω, πλάτη, πίσω μέρος, άμυνα, back
  • selkäpii kreikaksi - πισινός, ενισχύω, υποστηρίζω, πλάτη, ανατρέφω, σπονδυλική στήλη, Σπονδυλικής Στήλης, ...
Satunnaisia sanoja
Selkkaus kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: διαπληκτίζομαι, περιστατικό, επεισόδιο, αψιμαχία, πινέλο, βουρτσίζω, διεκδικώ, αντιπαράθεση, καυγαδίζω, κλαγγή, φιλονικία, διένεξη, σκούπα, βούρτσα, προσκρούω, καυγάς, σύγκρουση, συγκρούσεων, σύγκρουσης, των συγκρούσεων, συγκρούσεις